νησιώτῃ

νησιώτῃ
νησιώτης
islander
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νησιώτηι — νησιώτῃ , νησιώτης islander masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ηπειρογενής — ἠπειρογενής, ές (Α) ο κάτοικος μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε αντίθεση με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + γενής < γένος (πρβλ. γη γενής, ομο γενής)] …   Dictionary of Greek

  • ηπειρώτης — ο, θηλ. ηπειρώτις και ηπειρώτισσα (AM ἠπειρώτης, θηλ. ἠπειρῶτις) 1. ο χερσαίος, ο στεριανός, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό 2. ο κάτοικος ηπειρωτικής περιοχής, σε αντιδιαστολή με τον νησιώτη («τοὺς νησιώτας δασμολογεῑν... τους δ ἠπειρώτας δι… …   Dictionary of Greek

  • νησιωτικός — ή, ό και νησιώτικος, η, ο (Α νησιωτικός, ή, όν) [νησιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νησί ή σε νησιώτη ή που προέρχεται από νησί («νησιώτικο κρασί») 2. αυτός που αποτελείται από νησιά ή έχει πολλά νησιά (α. «νησιωτική χώρα» β. «τὰ δὲ… …   Dictionary of Greek

  • Αρμόδιος και Αριστογείτων — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίοι πολίτες, που το 514 π.Χ. σκότωσαν τον Ίππαρχο, τον νεότερο από τους γιους του τυράννου Πεισιστράτη, οι οποίοι κυβερνούσαν την Αθήνα μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Κατάγονταν και οι δύο από τον δήμο των Αφιδνών της… …   Dictionary of Greek

  • Ηγίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος γλύπτης (αρχές 5ου αι. π.Χ.). O Πλίνιος τον τοποθετεί στην 83η Ολυμπιάδα, αναφέροντάς τον μαζί με τον Αλκαμένη, τον Κριτία και τον Νησιώτη, και μνημονεύει αγάλματά του της Αθηνάς, του Πύρρου, του Κάστορα και… …   Dictionary of Greek

  • Καρκαβίτσας, Ανδρέας — (Λεχαινά Ηλείας 1866 – Μαρούσι Αττικής 1922). Συγγραφέας. Ήταν στρατιωτικός γιατρός και έλαβε μέρος στο κίνημα του 1909, ενώ υπήρξε και ένας από τους ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 13) ακολούθησε τον στρατό ως… …   Dictionary of Greek

  • Κριτίος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος χαλκοπλάστης. Στα φιλολογικά κείμενα αναφέρεται ως Κριτίας και στις επιγραφές ως Κ. Ήταν ένας από τους πρώτους τεχνίτες των οποίων το όνομα συνδέθηκε με συγκεκριμένα έργα και ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της… …   Dictionary of Greek

  • νησιώτικος — νησιώτικος, η, ο και νησιωτικός, ή, ό αυτός που αναφέρεται στο νησί ή στο νησιώτη ή που κατάγεται από νησί: Νησιώτικα τραγούδια. – Νησιώτικη φορεσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”